στανιό

στανιό
το
βία, ζόρι: Τον πάντρεψαν με το στανιό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… …   Dictionary of Greek

  • στανικός — ή, ό, Ν [στανιό] 1. αυτός που γίνεται με το στανιό, με καταναγκασμό 2. (διαλ. φρ.) «έσμιξες στανικές» ακούσιοι γάμοι. επίρρ... στανικά και στανικώς Ν με το στανιό, με εξαναγκασμό …   Dictionary of Greek

  • στανιώς — Ν [στανιό] με το στανιό, με το ζόρι …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

  • Μορατίν, Λεάντρο Φερνάντεθ ντε- — (Leandro Fernandez de Moratin, Μαδρίτη 1760 – Παρίσι 1828). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Το 1808 τάχτηκε με το βοναπαρτικό καθεστώς και γι’ αυτό, μετά την Παλινόρθωση, υποχρεώθηκε να πάρει τον δρόμο της εξορίας. Γιος του θεατρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”